μπάσιμο

μπάσιμο
το, -ατος
1. η είσοδος: Το μπάσιμο στο κρύο νερό πρέπει να γίνεται σιγά σιγά.
2. το να μαζεύει ένα ύφασμα όταν βραχεί: Με το μπάσιμο θα σου κοντύνει το παντελόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπάσιμο — το [μπάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπάζω ή τού μπαίνω 2. τόπος διά μέσου τού οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά 3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο 4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή 5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια …   Dictionary of Greek

  • βάλσιμο — το [βάλλω] 1. τοποθέτηση 2. εισαγωγή, μπάσιμο …   Dictionary of Greek

  • έμπα — το (από την προστακτ. αορ. του ρ. μπαίνω) 1. το μπάσιμο, η είσοδος: Γυρίζω από τ αγύριστο ταξίδι, από τους τόπους π όλο το έμπα ξέρουνε και που ποτέ το έβγα (Κ. Παλαμάς). 2. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς, η πύλη, η είσοδος: Βάζει τρανό λιθάρι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπασμα — το, ατος 1. η είσοδος, το μπάσιμο: Το έμπασμα του φαγητού στην κοιλιά. 2. ο χώρος αμέσως μετά την είσοδο, η μπασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισχώρηση — η η είσδυση, η είσοδος, το μπάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπασιά — η η είσοδος, το μπάσιμο: Έκλεισε την μπασιά για να μη φύγουν τα άλογα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”